- φθειρικός
- -ή, -όν, ΜΑ [φθείρ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φθείρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συντονάριος — ὁ, ΜΑ 1. φθειρικός* 2. πιθ. αυτός που έδινε ρυθμό στους μουσικούς χτυπώντας το πόδι του στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος «έντονος, σύμφωνος» + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. νομικ άριος] … Dictionary of Greek